Σλάβοι

Σλάβοι
Ομάδα λαών, που πιθανότατα κατάγονται από την Κεντρική Ευρώπη, μεταξύ του άνω Όντερ και του μέσου Δνείπερου. Αρχικά ήταν νομάδες κυνηγοί και έμαθαν τη γεωργία σε προϊστορικούς χρόνους από τους λαούς του Δούναβη- αυτό συνέβαλε στην αύξηση του αριθμού τους, γεγονός που τους ανάγκασε να εισβάλουν πρώτα στις κεντροανατολικές και κατόπιν στις ανατολικές περιοχές της Ευρώπης, υποτάσσοντας λαούς γερμανικής ή ουγγροφιννικής καταγωγής. Μετά τις μεγάλες μεταναστεύσας των Λογγοβάρδων, των Γότθων και των Ούννων, οι Σ. εγκαταστάθηκαν μόνιμα στα εδάφη που είχαν καταλάβει και όπου, μετά το 10o αι., δημιούργησαν κρατικούς πυρήνες (Βοημία, Μοραβία, Πολωνία, κράτη του Κιέβου και του Νόβγκοροντ, Βουλγαρία). Μια διαφοροποίηση έγινε αργότερα μεταξύ των Σ. από θρησκευτικές αιτίες: οι δυτικοί έγιναν καθολικοί, ενώ οι ανατολικοί προσχώρησαν στον ορθόδοξο χριστιανισμό. Σήμερα διακρίνονται σε τρεις κύριες γλωσσικές ομάδες: την ανατολική ομάδα, που περιλαμβάνει τους Μεγαλορώσους, τους Ουκρανούς και τους Λευκορώσους, τη δυτική ομάδα, που περιλαμβάνει τους Πολωνούς, τους Τσέχους και τους Σλοβάκους και τη νότια ομάδα, που περιλαμβάνει τους Σερβοκροάτες, τους Σλοβένους και τους Βουλγάρους. Καθώς όμως τα διακριτικά χαρακτηριστικά των σλαβικών λαών είναι αποκλειστικά γλωσσικά, ενώ σωματικά παρουσιάζονται ετερογενείς, η έννοια «σλαβική φυλή» είναι και υποθετική. σλαβικές γλώσσες. Ομιλούνται από 200 περίπου εκατομμύρια άτομα και ανήκουν στην ομάδα σάτεμ της ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσίας (Ινδοευρωπαίοι). Παρουσιάζουν μεγάλο πλήθος από ισογλώσσους κοινές με τις γλώσσες της βαλτικής ομάδας (λιθουανική, λεττονική, αρχαία πρωσική), τόσο ώστε μερικοί μελετητές υπόθεσαν την ύπαρξη μιας κοινής βαλτοσλαβικής φάσης, που αργότερα έδωσε δύο χωριστές γλωσσικές ομάδες. Η σλαβική γλωσσική ομάδα υποδιαιρείται σε τρεις υποομάδες: τη δυτική σλαβική, που περιλαμβάνει την τσεχική, τη σλοβακική, την πολωνική, τη λουσατική, την κασουβική και την πολαβική (που σταμάτησε το 18o αι.)· την ανατολική σλαβική, που περιλαμβάνει τη ρωσική (ή μεγαλορωσική), την ουκρανική (ή μικρορωσική ή ρουθηνική) και τη λευκορωσική· τέλος τη νότια σλαβική που περιλαμβάνει τη σλοβενική, τη σερβοκροατική, τη μακεδονοσλαβική και τη βουλγαρική. Την τριχοτόμηση της σλαβικής την ενέπνευσαν κριτήρια μάλλον γεωγραφικά παρά γλωσσικά, δεδομένου ότι μερικά φαινόμενα, των οποίων γίνεται προσπάθεια να γίνει γλωσσολογική ταξινόμηση των ομάδων, βρίσκονται όχι σε μια αποκλειστικά ομάδα, αλλά είναι χαρακτηριστικά γλωσσών που ανήκουν σε διαφορετικές ομάδες: έτσι π.χ. η τσεχική και η σλοβακική συμφωνούν με τις νότιες σλαβικές γλώσσες στην εξέλιξη των παλαιοσλαβικών συμπλεγμάτων φωνήεντος + υγρού (er, el, or, ol) σε προσυμφωνική θέση: στο παλαιοσλαβικό korva (= αγελάδα) αντιστοιχεί το ρωσικό korova, το πολωνικό krova, το βουλγαρικό krava, το τσεχικό krava. Στη νότια σλαβική ομάδα (και ιδιαίτερα στη βουλγαρική και στη γλώσσα της σερβικής Μακεδονίας) ανήκει ακόμα η λεγόμενη παλαιοσλαβική ή αρχαία βουλγαρική ή εκκλησιαστική σλαβική, δηλαδή η γλώσσα στην οποία επιτελέστηκε η σλαβική μετάφραση της Βίβλου από τον Κύριλλο και Μεθόδιο τον 9o αι. Η γλώσσα αυτή αντιπροσωπεύει την πρώτη γραπτή φιλολογική μορφή σλαβικής γλώσσας και με τα αρχαϊκά χαρακτηριστικά της βρίσκεται πολύ κοντά στην κοινή σλαβική ή πρωτοσλαβική (στη γλώσσα, δηλαδή εκείνη που αποκα-τασταίνουμε υποθετικά βάσει της σύγκρισης των παραδεδομένων σλαβικών γλωσσών). Η παλαιοσλαβική, ως γλώσσα της θρησκείας και της παιδείας, επηρέασε πολύ τη γραπτή γλώσσα των ορθόδοξων Σλάβων, ιδίως τη ρωσική. Πλάι στα νεωτεριστικά στοιχεία η σλαβική παρουσιάζει αξιοσημείωτα συντηρητικά χαρακτηριστικά· μεταξύ αυτών είναι η ονομαστική κλίση με επτά πτώσεις (μόνο η βουλγαρική και η μακεδονοσλαβική την έχουν χάσει), τα τρία γένη (αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο)· τον κινητό τόνο, που δεν έχει δηλαδή ορισμένες θέσεις (εξαιρείται η τσεχική, όπου ο τόνος πέφτει στην πρώτη συλλαβή, και η πολωνική όπου τονίζεται η παραλήγουσα). Τυπικό είναι το ρηματικό σύστημα των σλαβικών γλωσσών, όπου είναι υπερβολικά ακριβής ο χαρακτηρισμός του «ποιού ενέργειας» (περισσότερο απ’ό,τι ο χρόνος της πράξης), δηλαδή ο τρόπος κατά τον οποίο θεωρείται η πράξη (συντελεσμένη ή όχι). Οι σλαβικές γλώσσες της ανατολικής ομάδας, μαζί με τη βουλγαρική, τη μακεδονοσλαβική και τη σερβική (δηλαδή οι γλώσσες των ορθόδοξων Σλάβων) αποδίνονται με το λεγόμενο κυριλλικό αλφάβητο ενώ οι υπόλοιπες με το λατινικό, στο οποίο προσθέτονται και μερικά διακριτικά σημεία. Περγαμηνή του 13ου αιώνα, που περιέχει μια συνθήκη μεταξύ της πόλης του Νόβγκοροντ και του μεγάλου δουκάτου της Μόσχας. Χαρακτηριστικός τύπος Σλάβας αγρότισσας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Σλάβοι — οι (λ. σλαβ.), μεγάλη φυλή που ανήκει στην ινδοευρωπαϊκή ομοεθνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ουσκόκοι — Σλάβοι πολεμιστές, που χρησιμοποιήθηκαν στη Βαλκανική εναντίον των Τούρκων και, μετά το 1526, εγκαταστάθηκαν με την προστασία των Αψβούργων, στις δαλματικές και ιστριακές ακτές, με κύρια βάση τη Σένια. Η πειραματική δραστηριότητά τους ανάγκασε τη …   Dictionary of Greek

  • Морея — Карта средневекового Пелопоннеса и его основаная топонимика Морея (греч …   Википедия

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Βαλκανική χερσόνησος — Είναι η ανατολικότερη από τις τρεις ευρωπαϊκές χερσονήσους που βρέχονται από τη Μεσόγειο. Τα όριά της είναι μερικώς ακαθόριστα, επειδή δεν υπάρχει ένα σαφές διαχωριστικό φράγμα στα βόρειά της, όπου συνδέεται σε μήκος περίπου 1.200 χλμ. με τον… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • εθνικά θέματα — Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μία χώρα, όσον αφορά τις εδαφικές διεκδικήσεις ή την αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων τα οποία έχουν αναγνωριστεί από διεθνείς συνθήκες ή συμβάσεις. Ανάλογα προβλήματα αντιμετώπισε και η Ελλάδα σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”